πατρέμβατοι

πατρέμβατοι
οἱ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑψηλοί».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετράμβατοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑψηλοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πετράμβατοι αντί πετρανάβατοι < πέτρα + ἀναβατός (< ἀναβαίνω). Η λ. απαντά στους κώδικες με τη μορφή πατρέμβατοι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”